αναίσθητος -η -ο Adj.  [anesthitos -i -o, anaisthhtos -h -o]

  Adj.
(310)
  Adj.
(13)
  Adj.
(3)
stumpf (ugs.)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
3.2 Η τεχνολογία eCall αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα με την ειδοποίηση των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης, ακόμη και αν ο οδηγός ή ο επιβάτης είναι αναίσθητος ή δε μπορεί να τις καλέσει.3.2 An dieser Stelle setzt die eCall-Technologie an und alarmiert sofort die Notfalldienste, auch wenn der Fahrer bewusstlos oder aus anderen Gründen nicht in der Lage ist, einen Telefonanruf zu tätigen.

Übersetzung bestätigt

Γνωστοποιεί τη θέση του οχήματος στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, ακόμη και αν ο οδηγός είναι αναίσθητος ή δεν μπορεί να τηλεφωνήσει.Es übermittelt den Standort des Fahrzeugs an die Notfalldienste, auch wenn der Fahrer bewusstlos oder aus anderen Gründen nicht in der Lage ist, einen Telefonanruf zu tätigen.

Übersetzung bestätigt

Στην Αυστρία εμφανίστηκε στους νέους ένα σπάνιο -ή όχι και τόσο σπάνιοφαινόμενο, συγκεκριμένα το να πίνει κανείς στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα τόσο πολύ ώστε να πέφτει αναίσθητος.In Österreich hat sich unter Jugendlichen ein seltenes oder doch nicht so seltenes Phänomen entwickelt, nämlich das so genannte Komatrinken. Es geht dabei anscheinend darum, in möglichst kurzer Zeit mit möglichst viel Alkohol bewusstlos zu werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • αναίσθητος (maskulin)
  • αναίσθητη (feminin)
  • αναίσθητο (neutrum)


Griechische Definition zu αναίσθητος -η -ο

αναίσθητος, επίθ.· αναίστητος.

1)
α) Που έχει χάσει τις αισθήσεις του παροδικά (από συναισθηματική αντίδραση), λιπόθυμος:
αυτίκα ολιγοθύμησεν, … και εκείτεντον αναίσθητος επί πολλάς ημέρας (Aχιλλ. N 898
β) εξουθενωμένος, απονεκρωμένος (συναισθηματικά):
παντελώς αναίστητον το πάθος σου ποιεί με (Aχιλλ. N 1666
γ) που έχει χάσει τις αισθήσεις και τη συνείδηση:
νεκρός τε και αναίστητος (Iμπ. 405).
2)
α) (Προκ. για άψυχα) που είναι δίχως ζωή, δίχως αισθήσεις, άψυχος:
ψυχρόν τε και αναίσθητον, κρυσταλλωμένον ύδωρ (Kομν., Διδασκ. Δ 34
μηχανικά και αναίσθητα πουλία (Διγ. Z 104
β) (προκ. για τα ζώα και τα φυτά) που δεν έχει συνείδηση, λογικό, σκέψη:
(Πένθ. θαν. 472), (Aχιλλ. O 448).
3) Aσυγκίνητος (ηθικά), ανάλγητος, σκληρός:
είσαι αναιστητότερος και παρά το λιθάριν (Λίβ. Esc. 3593).
4)
α) Που βρίσκεται σε σύγχυση, που σαστίζει:
τον νουν να χάσει παρευθύς, αναίστητος να γένει (Aργυρ., Bάρν. Κ 243
β) που έχει χάσει το λογικό του, τρελός (από έρωτα):
(Kαλλίμ. 1058).
[αρχ. επίθ. αναίσθητος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback